καλάμειος

καλάμειος
καλάμειος, -εία, -ον (Α) [κάλαμος]
το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμεία
1. κάλαμος, καλαμιά
2. φρ. «καλαμεία [γη]» — γη γεμάτη καλάμια, καλαμιώνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”